καπελαδούρα

καπελαδούρα
η
1. μεγάλο καπέλο
2. θεαματικός χαιρετισμός με βγάλσιμο τού καπέλου
3. ναυτ. τραχήλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. capeladura].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καπελαδούρα — η μεγεθυντικό του καπέλο καπέλο μεγάλου σχήματος: Φορούσε μια μεξικάνικη καπελαδούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”